- αποστράτευση
- [-ις (-εως)] η увольнение (из армии), демобилизация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποστράτευση — η 1. η απόλυση από τις τάξεις του στρατού 2. λήξη της επιστράτευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστρατεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος] … Dictionary of Greek
αποστράτευση — η η απόλυση από τις τάξεις του στρατού εφέδρων που είχαν κληθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… … Dictionary of Greek
αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… … Dictionary of Greek
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Αϊζενστάιν, Σεργκέι Μιχαΐλοβιτς — (Sergei Mikhailovich Eisenstein, Ρίγα 1898 – Μόσχα 1948). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενώ σπούδαζε μηχανικός στην Πετρούπολη, κατατάχθηκε το 1918 εθελοντής στον Ερυθρό Στρατό, μάλλον για να ακολουθήσει το παράδειγμα των συναδέλφων του… … Dictionary of Greek
Βάρκιζα — Οικισμός της Αττικής, που συγχωνεύτηκε στον δήμο Βάρης και μετονομάστηκε επίσημα Αλίανθος. Συμφωνία της Β. Συμφωνία που υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 στη Β., ανάμεσα σε αντιπροσωπεία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) και στην τότε… … Dictionary of Greek
Βελλιανίτης, Μιχαήλ-Λάμπρος — (Παξοί περ. 1790 – Οδησσός 1869). Ναύαρχος του ρωσικού στόλου. Το 1806 στάλθηκε από την Επτανησιακή Γερουσία στη Ρωσία ως υπότροφος του τσάρου Αλέξανδρου A’ για να σπουδάσει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Πολέμησε στον Κριμαϊκό πόλεμο και ενίσχυσε… … Dictionary of Greek
ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… … Dictionary of Greek